- εἰδώλιον
- εἰδώλιονidol's templeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰδωλίοις — εἰδώλιον idol s temple neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλίου — εἰδώλιον idol s temple neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλίων — εἰδώλιον idol s temple neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλίῳ — εἰδώλιον idol s temple neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλια — εἰδώλιον idol s temple neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AGALMA — vox Graeca, Α῎γαλμα, παρὰ τȏυ ἀγάλλεςθαι, simulacrum est, gratum exemplar, res afferens gaudium, uti monet Spelman. in Gloss. In 2. Concil. Niceno, statuam animalis alicuius denotat, ad differentiam imaginis, quae creaturam rationalem… … Hofmann J. Lexicon universale
ειδωλείον — εἰδωλεῑον και εἰδώλιον, το (Α) ναός ειδώλων … Dictionary of Greek
ειδώλιο — Μικρό άγαλμα κατασκευασμένο από πηλό, πέτρα, ξύλο, χαλκό ή ελεφαντοστό. Τα πρώτα ε. εμφανίζονται ήδη στους πολιτισμούς της ανώτερης παλαιολιθικής περιόδου. Πρόκειται για αγαλμάτια, κυρίως λίθινα, που παριστάνουν γυναικείες μορφές με ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
Στάης, Βαλέριος — Αρχαιολόγος (Κύθηρα 1857 Αθήνα 1923). Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Λίγο αργότερα αφοσιώθηκε με ζήλο στην αρχαιολογία και σπούδασε μάλιστα αρχαιολογία σε διάφορα γερμανικά… … Dictionary of Greek